dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
κοινωνική ασφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
soziale Sicherheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κοινωνική ασφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sozialhilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κοινωνική ασφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sozialversicherung
Ⓦ
Ⓖ
…